ηγήτορας

ηγήτορας
ο (Α ἡγήτωρ, δωρ. τ. ἁγήτωρ)
1. αρχηγός, κυβερνήτης, διοικητής (α. «οι ηγήτορες τού πολέμου» β. «ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες», Ομ. Ιλ.)
2. τίτλος τού πρώτου ιερέα τής Αφροδίτης στην Κύπρο
3. φρ. «ἡγήτωρ ὀνείρων» — προσωνυμία τού Ερμή ως θεού που στέλνει τα όνειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγ- (τού ηγούμαι) + κατάλ. -ήτορας (πρβλ. διοικ-ήτωρ, κτ-ήτορας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ηγήτορας — ο ηγέτης: Ηγήτορας του έθνους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἡγήτορας — Ἡγήτωρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγήτορας — ἡγήτωρ f masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • властель — ВЛАСТЕЛ|Ь (218), Ѧ с. Обладающий властью, владыка; правитель: Аште имѣѥши дрьзновениѥ къ властелемъ и кънѩземъ. поскърби о ѡби||димѣмь отъ сильнаго. Изб 1076, 53 об. 54; избью всю братию свою. и боудоу ѥдинъ властьль в роуси Парен 1271, 256 об.;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κοσμαγός — κοσμαγός, ὁ (ΑM) ο οδηγός τού κόσμου, ο ηγήτορας τού κόσμου («σὲ μὲν οἱ νοεροὶ μέλπουσιν, ἄναξ, σὲ δὲ κοσμαγοὶ ὀμματολαμπεῑς νόες ἀστέριοι ὑμνοῡσι», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)* + αγός (< ἄγω), πρβλ. ξεν αγός, ουρ αγός] …   Dictionary of Greek

  • κοσμητεύω — (Α) κοσμητεύω [κοσμητής] νεοελλ. είμαι κοσμήτορας αρχ. είμαι ηγήτορας, διοικώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”