- ηγήτορας
- ο (Α ἡγήτωρ, δωρ. τ. ἁγήτωρ)1. αρχηγός, κυβερνήτης, διοικητής (α. «οι ηγήτορες τού πολέμου» β. «ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες», Ομ. Ιλ.)2. τίτλος τού πρώτου ιερέα τής Αφροδίτης στην Κύπρο3. φρ. «ἡγήτωρ ὀνείρων» — προσωνυμία τού Ερμή ως θεού που στέλνει τα όνειρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγ- (τού ηγούμαι) + κατάλ. -ήτορας (πρβλ. διοικ-ήτωρ, κτ-ήτορας)].
Dictionary of Greek. 2013.